ένθετος

ένθετος
-η, -ο
ο τοποθετημένος μέσα σε κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… …   Dictionary of Greek

  • ἔνθετον — ἔνθετος capable of being put in masc/fem acc sg ἔνθετος capable of being put in neut nom/voc/acc sg ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd dual (doric) ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd dual (doric) ἐντίθημι put in aor imperat act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέτοις — ἔνθετος capable of being put in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθετα — ἔνθετος capable of being put in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθετε — ἔνθετος capable of being put in masc/fem voc sg ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd pl (doric) ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd pl (doric) ἐντίθημι put in aor imperat act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθετοι — ἔνθετος capable of being put in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”